- διαστρωμάτωση
- ηη κατάταξη σε στρώματα, η διαμόρφωση στρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
νεογλωσσολογία — η (γλωσσ·) κίνηση που εμφανίστηκε ως αντίδραση στο ρεύμα τών νεογραμματικών και η οποία απορρίπτει τη θέση ότι οι φωνολογικοί νόμοι έχουν απόλυτη ισχύ και υποστηρίζει ότι τα γλωσσικά φαινόμενα εξαρτώνται κυρίως από τη γεωγραφική διαφοροποίηση και … Dictionary of Greek
στρωμάτωση — η, Ν 1. η τοποθέτηση ή η απόθεση σε στρώματα ή η διαίρεση, ο διαχωρισμός σε στρώματα 2. (γεωπ.) η διάταξη σπερμάτων ή μοσχευμάτων σε στρώσεις που διαχωρίζονται με χώμα ή άμμο, με σκοπό την επίσπευση ή τη διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek
ταξικός — ή, ό, Ν [τάξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις (α. «ταξικές δακρίσεις» β. «ταξικός αγώνας» η πάλη τών τάξεων) 2. ο χωρισμένος σε τάξεις («ταξική κοινωνία» χαρακτηρισμός όλων τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που είναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
ευγενείς — Στο αρχαϊκό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, ε. χαρακτηρίζονταν όσοι ξεχώριζαν για τη φυσική ρώμη τους και την πολεμική ικανότητά τους. Είναι σχετικά αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλους τους λαούς εκείνης της περιόδου συναντάται η πίστη τόσο στη… … Dictionary of Greek
θερμοκλινές ή μεταλίμνιο — Μικρού πάχους στρώμα των νερών μίας λίμνης, το οποίο το καλοκαίρι συνδέει το ανώτερο θερμό στρώμα υδάτων (επιλίμνιο) με το κατώτερο και πιο ψυχρό (μεταλίμνιο). Αυτό συμβαίνει γιατί το καλοκαίρι τα επιφανειακά στρώματα της λίμνης αναταράσσονται… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek